- καθήπλωται
- κατά-ἁπλόωmake singleperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαπλώ — καθαπλῶ, όω (Α) (κυρίως το μέσ.) καθαπλοῡμαι, όομαι απλώνομαι πάνω σε κάτι («τοῡ δὲ αὐχένος ἐπιχαρίτως καθήπλωται [ενν. ἡ κόμη]», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + απλώ] … Dictionary of Greek